- φιλοτουρκικός
- -ή, -ό, Ναυτός που διάκειται φιλικά προς την Τουρκία και τους Τούρκους ή εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους («φιλοτουρκική πολιτική»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + Τούρκος + κατάλ. -ικός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.